-ινός

-ινός
κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. -νος (< IE *-no-). Η κατάλ. -ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση τού -ί- από την τοπική πτώση τών θεμάτων και την κατάλ. -νός (πρβλ. ἐαρινός < ἔαρι τού ἔαρ, περυσ-ινός < πέρυσι). Στη συνέχεια, η κατάλ. -ινός επεκτάθηκε ως αυτόνομη παραγωγική κατάλ. και σε επίθετα προερχόμενα από ουσ. ή επιρρ., τών οποίων το θ. δεν έχει -ι- (πρβλ. δροσ-ινός, χθεσ-ινός). Σε ορισμένα επίθετα ο τονισμός στη λήγουσα τού επιθήματος είναι προϊόν αναλογίας προς τους τ. από τους οποίους παράγονται. Έτσι, τα αληθ-ινός, μηδαμ-ινός, ουδαμι-νός τονίστηκαν αναλογικά προς τα αληθής, μηδαμός, ουδαμός αντιστοίχως.Η κατάλ. -ινός εμφανίζεται σε επίθ. που δηλώνουν:
1) χρόνο (πρβλ. καλοκαιρ-ινός, μεσημβρ-ινός)
2) τόπο (πρβλ. κοντ-ινός, μπροστ-ινός)
3) προέλευση (πρβλ. θαλασσ-ινός, χοιρ-ινός), σ' αυτή την κατηγορία ανήκουν και τα εθνικά, όπως Ζακυνθ-ινός, Πατρ-ινός και
4) ιδιότητα (πρβλ. μελαχρ-ινός, πεδ-ινός).
Παραδείγματα λ. σε -ινός είναι:
αληθινός, δειλινός, εαρινός, εσπερινός, εωθινός, θερινός, καθημερινός, καλοκαιρινός, μεσημβρινός, μηδαμινός, νυκτερινός, ορθρινός, προχθεσινός, πρωινός, σημερινός
αρχ.
αδινός, αιθρινός, δροσινός, εφετινός, ημερινός, θεϊνός, λαρινός, οδοιπορινός, περυσινός, ποθινός
νεοελλ.
αγελαδινός, αερινός, ακρινός, αλαργινός, αλεξανδρινός, αλλοτινός, ανθρωπινός, αντικρινός, απογευματινός, αποκατινός, αποψινός, βοδινός, βραδινός, βυζαντινός, γαϊδουρινός, γιορτινός, ημιπεδινός, θαλασσινός, κατοπινός, κοντινός, μακρινός, μελαχρινός, μπροστινός, παντοτινός, πασχαλινός, πεδινός, περσινός, πισινός, πλαϊνός, ραδινός, τωρινός, φθινοπωρινός, χινοπωρινός, χοιρινός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -ίνος — ῑνος (Α) κατάλ. ουσ. και επιθ. τής Αρχαίας Ελληνικής η οποία ανάγεται σε ΙΕ * ino (επαυξημένη μορφή τής * nο ). Η κατάλ. εμφανίζεται σπάνια σε επίθετα (πρβλ. ἀγχιστ ῑνος < ἄγχιστος), συχνότερα δε σε ουσ. και ειδικά: 1) σε ονομασίες ζώων (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • ἰνός — ἰ̱νός , ἴς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθύρ(ρ)ινος — εὐθύρ(ρ)ινος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ίσια μύτη …   Dictionary of Greek

  • καλόρ(ρ)ινος — καλόρ(ρ)ινος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία, καλοσχηματισμένη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + (ρ)ρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. μεγαλό ρινος, πλατύ ρρινος] …   Dictionary of Greek

  • κελαινόρ(ρ)ινος — κελαινόρ(ρ)ινος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει μαύρο δέρμα («κελαινορρίνου ελέφαντος», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπων), πρβλ. μελα ρρινός, πολύ ρρινος] …   Dictionary of Greek

  • κολοβόρ(ρ)ινος — κολοβόρ(ρ)ινος, ον (Α) κολοβόριν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβόρριν, με μεταπλασμό κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • ολοκότ(τ)ινος — ὁλοκότ(τ)ινος, ὁ (Α) είδος νομίσματος, πιθ. το δηνάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. λ. με α συνθετικό το ὅλος. Το β συνθετικό προέρχεται από το λατ. (aurum) coctum «χρυσός ψημένος» < λατ. τ. coquo «ψήνω» (λατ. ct > tt)] …   Dictionary of Greek

  • στούπ(π)ινος — ὁ, Μ βλ. στύπινος …   Dictionary of Greek

  • πλα(γ)ινός — ή, ό αυτός που είναι στο πλάι, ο παράπλευρος, ο γειτονικός, ο διπλανός: Το πλαγινό σπίτι το κατεδαφίζουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”